έκδρομος

έκδρομος
ἔκδρομος, ο (Α)
1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας
2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι
οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔκδρομος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδρόμοις — ἔκδρομος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδρόμους — ἔκδρομος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέκδρομος — ον, Μ αυτός που συμπορεύεται ή φθάνει σε ένα σημείο μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκδρομος «αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”